Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Π)

Π

Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα
Παδέλα = πήλινη κατσαρόλα
Πάκια = νεφρά
Παλαβιάρης = ανόητος, μικρόμυαλος
Παλαμίζω = σοβατίζω
Πάλε = πάλι
Παλιάτσα = μέτρο λαδιού
Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε
Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο
Παντιέρα = σημαία
Παπανούρα = παπαρούνα
Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές
Παπόρι = βαπόρι
Παπούδιασε = μούσκεψε στο νερό
Παραγκολή = παραγγελία
Παραζούζουλος = ελαττωματικός
Παρακατούλια = υποδεέστερος
Παράκλι = συρτάρι επίπλου
Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε
Παραμπάτης = απρόσκλητος, ανεπιθύμητος
Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο
Παρασκάλισμα = εξάρθρωση
Παρασούζουλο = εκτρωματικό
Παράτροπος = δύστροπος, παράξενος
Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
Παρί = παρά, μονάχα
Πάρλα = κουβέντα
Παρμένος = ακίνητος από πόνους
Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία
Παρτικουλάρω = υπερασπίζομαι
Πασέτο = μέτρο
Πασεγγιάρει = γυροφέρνει
Παστόκα = ψευτιά
Πάστρα = καθαρό
Παταούδιασε = πάγωσε
Πατέλα = πεταλίδα
Πατριδί = φασαρία
Πέζο = ζυγαριά, βάρος
Πειρί = ο πύρος του βαρελιού
Πεκούλι = μικρό μερτικό από αγροτικό εισόδημα
Πενσάδος = συλλογισμένος
Πέρα περού = πέρα-πέρα
Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου
Περατζάδες = επιδειχτικές βόλτες
Περγουλιά = κληματαριά
Περδικοπάνι = κυνηγετικό παραπλανητικό πανί για πέρδικες
Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο
Περικοπά = διακοπές κατά διαλείμματα
Περικουλόζος = επίφοβος
Περμιράκουλο = ελεημοσύνη
Περόνι = μεγάλο καρφί
Περσίμπουλο = μαϊντανός
Περφέτα = τέλεια
Πετέγολος = πολυλογάς
Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος
Πέτο = στέρνο
Πετρίτης = γεράκι
Πέτσο = γερός καυγάς
Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο
Πεύκι = κουρελού
Πηαίνω = πάω
Πητακομένο = στοιβαγμένο, πιεσμένο
Πιβάντα = νερωμένο ξύδι
Πίγουλη = φιδές
Πιέτα = ελεημοσύνη
Πικαρισμένος = πειραγμένος
Πικάρω = πειράζω
Πικιώνι = κύπελλο
Πίκος = μικρή βάρκα
Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι πριν το ρίξουν στο φούρνο
Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό
Πινομή = για το χατίρι σου
Πίντα = μονάδα για υγρά
Πίρνος = μεγάλο πουρνάρι
Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια
Πιστρό = παρδαλό
Πίστωμα = πίστωση
Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί στη χόβολη
Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες
Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι
Πλεούρια = μπαλωμένα τσαρούχια
Πλοκωτή = το χώρισμα με τα άχυρα
Πλοχεριά = χούφτα
Ποδολόγος = ύφασμα που τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν βάρη
Ποδόχι = στο λινό μια γούρνα που πέφτει ο μούστος μέσα
Ποκάρι = δέσμη μαλλιών κάθε προβάτου κατά το κούρεμα
Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις
Πονίδι = απόστημα
Πόνσο = σφυγμός
Πόντα ή πούντα = κρύωμα
Ποργιά = η είσοδος
Πορδόμυλος = καυγάς
Πορόκλι = ο φράχτης
Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές
Πόρτεο = το δωμάτιο της εισόδου
Πορτόνι = αυλόπορτα
Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα
Πότα = πότε
Ποταχιά = νωρίς το πρωί
Πουζουνάρα = τσέπη
Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος
Πουλέντα = κουρκούτι από αλεύρι καλαμποκιού
Πούλιο = πιο
Πουλιότερο = περισσότερο
Πούμπλικος = δημόσιος εκτιμητής αγροζημιών
Πουνέντες = δυτικός άνεμος
Πούντζαρο = τιποτένιο, ευτελές
Πουντέλι = στήριγμα
Πούντηνε = που είναι αυτή;
Πούντοσης = που είναι αυτός;
Πούπετα = πουθενά
Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο
Πούρβερη = πούδρα
Πουργαμέντο = καθαρτικό λάδι
Πουρνέλι = μικρό, ανήλικο
Πουρνελιά = δαμασκηνιά
Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει
Πράγκα = σύνεργο που ξεκολλούν τους αχινούς
Πράματις = πραγματικά
Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος
Πρεβεράτζιο = φιλοδώρημα
Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές
Πρεμούρα = βιασύνη
Πρεμούρα = ανησυχία και ενδιαφέρον
Πρέντζα = μυζήθρα βαρελιού
Πρικό = πικρό
Προβάτα = περπάτα
Προβυζαστάρι = τρέφεται μόνο με το γάλα θυλασμού
Προζύμι = μαγιά για ψωμί
Προκλάμο = χτύπος καμπάνας για ανακοίνωση
Προφαντικό = προτολούβι
Προφεσόρος = καθηγητής
Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό
Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός
Πύργια = χωνί
Πυριόλοβος = πρωτόγονος αναπτήρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου